ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκτιμητική κατανόηση (η) appreciative comprehension
εκτιμώ assess
εκτίμηση (η) assessment
έκτυπο (το) calque
εκτοπικός elative (elat, ELAT)
εκτενής-ές extensional
εκτενής-ές extensive
εκτενής ανάγνωση (η) extensive reading
εκτόνωση (η) plosion
έκτυπο (το) token