ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκτιμητική κατανόηση (η) | appreciative comprehension |
εκτιμώ | assess |
εκτίμηση (η) | assessment |
έκτυπο (το) | calque |
εκτοπικός | elative (elat, ELAT) |
εκτενής-ές | extensional |
εκτενής-ές | extensive |
εκτενής ανάγνωση (η) | extensive reading |
εκτόνωση (η) | plosion |
έκτυπο (το) | token |