ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
είδος λεξικού (το) dictionary genre
εικόνα (η) icon
είδος sort
ειδολογικός-ή-ό sortal
ειδολογική διασταύρωση (η) sortal crossing
ειδολογικό κατηγόρημα (το) sortal predicate
ειδολογικό καθολικό sortal universal
ειδολογικότητα (η) sortality
είδος species
είδος (το) type