ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ερμηνεύω construe
ερμηνευτικός,-ή,-ό interpretive
Ερμηνευτικός-ή-ό Interpretive/ interpretative
έρρινος,-η,-ο / ρινικός-ή-ό nasal
έρρινος ήχος (ο) nasal twang
έρρινο φωνήεν (το) nasal vowel
ερρινοποίηση (η) nasalisation
ερρινοποιημένος,-η,-ο nasalised
ερρινότητα (η) nasality
ερρινοποίηση (η) nasalization