ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επαυξητικός,-ή,-ό augmentative
επαυξητικό πρόσφυμα (το) augmentative affix
επέκταση (η) broadening
επαφή contact
επαφική αφομοίωση (η) contact assimilation
επαφική αφομοίωση (η) contact assimilation
επεισοδικός-ή-ό episodic
επεισοδιακή μνήμη (η) episodic memory
επέκταση (η) extension
επαφικός,-ή,-ό phatic