ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διακλάδωση (η) | bifurcation |
| διακλάδωση (η) | branch |
| διακλαδούμενος,-η,-ο | branching |
| Διακλάδωση (η), διακλαδούμενος-η-ο | Branching |
| διακλαδούμενο διάγραμμα (το), κλαδοδιάγραμμα (το) | branching diagram |
| διακλαδούμενος κόμβος (ο) | branching node |
| διακλαδούμενο πρόγραμμα (το) | branching programme |
| Διακλαδούμενοι ποσοδείκτες (οι) | branching quantifiers |
| διακοπτότητα (η), διακοψιμότητα (η) | interruptibility |
| διακοπή (η) | interruption |