ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαθεσιμότητα (η) availability
διαθέσιμος-η-ο available
διαίρεση (η) diaeresis
διαθεσιακός παραδιορισμός disjunct
διαίσθηση (η) intuition
διαίσθηση (η) intuition
διαίσθηση του φυσικού ομιλητή (η) intuition of the native speaker
διαθεσιμότητα salience
διαιρέτης (ο) splitter
διαίρεση λέξης (η) word division