ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διαθεσιμότητα (η) | availability |
| διαθέσιμος-η-ο | available |
| διαίρεση (η) | diaeresis |
| διαθεσιακός παραδιορισμός | disjunct |
| διαίσθηση (η) | intuition |
| διαίσθηση (η) | intuition |
| διαίσθηση του φυσικού ομιλητή (η) | intuition of the native speaker |
| διαθεσιμότητα | salience |
| διαιρέτης (ο) | splitter |
| διαίρεση λέξης (η) | word division |