ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαδοχικός,-ή,-ό cascade
διαδραστικός-ή-ό interactive
διαδραστικό λεξικό (το) interactive dictionary
διαδραστική επεξεργασία (η) interactive processing
διαδοχικός,-ή,-ό sequential
διαδοχική οργάνωση (η) sequential organization
διαδοχική σάρωση (η) sequential scanning
διάδοχο στοιχείο (το) succedent
διαδοχικός κυκλικός successive cyclic
διαδοχική κυκλικότητα (η) successive cyclicity