ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διακατευθυντικό λεξικό (το) | bidirectional dictionary |
διακλαδούμενη έμβαση (η) | branching onset |
διακατηγοριακή γενίκευση (η) | cross-categorial generalization |
διακατηγοριοποίηση (η) | cross-categorization |
διακηρυκτική | declaration |
διακεκομμένος,-η,-ο | interrupted |
διακειμενικότητα (η) | intertextuality |
διαισθητικός,-ή,-ό | intuitive |
διαισθητικά δεδομένα (τα) | intuitive data |
διακειμενικότητα (η) | pertextuality |