ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Δαρδική (η) (λώσσα) | Dardic |
δανεισμός | borrowing |
δάνειος,-α,-ο | loan |
δάνειος όρος (ο) | borrowed term |
δάνειο πολυτελείας (το) | luxury loan |
δάνειο αμάλγαμα (το) | loan blend |
δάνειο (το) | loan |
δανείζομαι | borrow |
δάνειες λέξεις (οι) | loanwords |
δάνεια σημασία (η) | borrowed meaning |