ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διεύρυνση (η) broadening
διηνεκής,-ης,-ες durative
διηνεκής,-ης,-ες durative (dur, DUR)
διεύρυνση (η) extension
διηθώ filter
διήθηση (η) filter
διήθηση (η) percolation
διηρημένος εγκέφαλος split brain
διθέσια αντίστροφα αντώνυμα two-place opposites
διεύρυνση (η) widening