ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διεύρυνση (η) | broadening |
διηνεκής,-ης,-ες | durative |
διηνεκής,-ης,-ες | durative (dur, DUR) |
διεύρυνση (η) | extension |
διηθώ | filter |
διήθηση (η) | filter |
διήθηση (η) | percolation |
διηρημένος εγκέφαλος | split brain |
διθέσια αντίστροφα αντώνυμα | two-place opposites |
διεύρυνση (η) | widening |