ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| βοηθητικός,-ή,-ό | auxiliary |
| Βοηθητικός-ή-ό (βοηθ, ΒΟΗΘ) | Auxiliary (aux, AUX) |
| Βοηθητικό στοιχείο (το) | Auxiliary element |
| βοηθητικό σύμβολο (το) | auxiliary symbol |
| βοηθητικό ψευδοπαραπλήρωμα (το) | dummy auxiliary |
| βοηθητικό ρήμα (το) | helping verb |
| βολιδοσκοπική κεφαλή (η) | probe |
| Βολαπούκ (η) (γλώσσα) | VO |
| Βολαπούκ (η) (γλώσσα) | Volapük |
| Βολγαϊκή (η) (γλώσσα) | Volgaic |