ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βοηθ (βοηθητικός,-ή,-ό) | aux (auxiliary) |
βοηθητική γλώσσα (η) | auxiliary language |
βοηθητικό δένδρο (το) | auxiliary tree |
βοηθητικό ρήμα (το) | auxiliary verb |
βοή (η) | babble |
βλάσφημος,-η,-ο | blasphemous |
βλασφημία (η) | blasphemy |
Βοηθητικό Πρόγραμμα Κόρπους του Διεθνούς Κόρπους Αγγλικής (το) | International Corpus of English Corpus Utility Program (ICECUP) |
βοήθημα ομιλίας | speech aid |
βλάβη ομιλίας | speech impairment |