ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ασθενήςλεξικαλιστική υπόθεση (η) weak lexicalist hypothesis
ασθενής θέση weak locality
ασθενής τοπικότητα weak locality
Ασθενής δυναμικός τόνος (ο) weak stress
Ασθενές ρήμα (το) weak verb
Ασθενές ρήμα (το) weak verb
ασθενώς επαρκής weakly adequate
ασθενώς ισοδύναμος-η-ο weakly equivalent
ατμοσφαιρικό it (το) weather it
Ατμοσφαιρικό it (το), μετεωρολογικό it (το) weather it