ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αποστοματοποίηση (η) | debuccalization |
| αποστοματοποιημένος,-η,-ο | debuccalized |
| αποκατηγοριοποίηση | de-categorialization |
| αποφαντικός,-ή,-ό | declarative |
| απόκλιση (η) | declination |
| αποκωδικοποιώ | decode |
| αποκωδικοποιητής | decoder |
| αποκωδικοποίηση | decodification |
| αποκωδικοποίηση | decoding |
| αποκωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) | decoding idiom |