ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ασθενήςλεξικαλιστική υπόθεση (η) | weak lexicalist hypothesis |
ασθενής θέση | weak locality |
ασθενής τοπικότητα | weak locality |
Ασθενής δυναμικός τόνος (ο) | weak stress |
Ασθενές ρήμα (το) | weak verb |
Ασθενές ρήμα (το) | weak verb |
ασθενώς επαρκής | weakly adequate |
ασθενώς ισοδύναμος-η-ο | weakly equivalent |
ατμοσφαιρικό it (το) | weather it |
Ατμοσφαιρικό it (το), μετεωρολογικό it (το) | weather it |