ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγκυκλοπαίδεια | encyclopaedia |
εγκοπή (η) | notch |
εγκλιτικός,-ή,-ό | enclitic |
εγκλιτικό μόριο (το) | modal particle |
εγκλιτικά | enclitics |
έγκλιση (η) | mood |
έγκλιση | enclisis |
εγκληματολογική γλωσσολογία (η) | forensic linguistics |
εγκληματική πράξη σχετική με λεξικά (η) | dictionary criminality |
εγκληματική πράξη (η) | criminality |