ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εγκυκλοπαίδεια encyclopaedia
εγκοπή (η) notch
εγκλιτικός,-ή,-ό enclitic
εγκλιτικό μόριο (το) modal particle
εγκλιτικά enclitics
έγκλιση (η) mood
έγκλιση enclisis
εγκληματολογική γλωσσολογία (η) forensic linguistics
εγκληματική πράξη σχετική με λεξικά (η) dictionary criminality
εγκληματική πράξη (η) criminality