ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αποδέχομαι accept
αποδεκτότητα (η) acceptability
βαθμός αποδεκτότητας (ο) acceptability rating
κριτήριο/τεστ αποδεκτότητας (το) acceptability test
κριτήρια αποδεκτότητας (τα) acceptability tests
τεστ αποδεκτότητας (το) acceptability tests
αποδεκτός,-ή,-ό acceptable
αποδεκτή εναλλακτική μέθοδος (η) acceptable alternative method
μέθοδος της αποδεκτής λέξης (η) acceptable word method
αποδοχή (η) acceptance