ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητες γλώσσες (οι) mildly context-sensitive languages
μίμηση (η) mimesis
μιμητικός,-ή,-ό mimetic
μιμητικό σχήμα (το) mimetic schema
μέθοδος μίμησης-απομνημόνευσης (η) mim-mem method
Μιν (η) (διάλεκτος) Min
νούς (ο) mind
νοητική τύφλωση (η) mind blindness
Μιγκρελιανή (η) (γλώσσα) Mingrelian
μίνι λεξικά (τα) mini dictionaries