ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητες γλώσσες (οι) | mildly context-sensitive languages |
μίμηση (η) | mimesis |
μιμητικός,-ή,-ό | mimetic |
μιμητικό σχήμα (το) | mimetic schema |
μέθοδος μίμησης-απομνημόνευσης (η) | mim-mem method |
Μιν (η) (διάλεκτος) | Min |
νούς (ο) | mind |
νοητική τύφλωση (η) | mind blindness |
Μιγκρελιανή (η) (γλώσσα) | Mingrelian |
μίνι λεξικά (τα) | mini dictionaries |