ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μέσος,-η,-ο | middle |
μέση κοιλότητα αυτιού (η) | middle ear cavity |
οστάριο μέσου αυτιού (το) | middle ear ossicle |
ένθετο υλικό (το) | middle matter |
μέσο ρήμα (το), ρήμα μέσης φωνής (το) | middle verb |
μέση φωνή (η) | middle voice |
Μέση φωνή (η) | middle voice |
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητος,-η,-ο | midly context-sensitive |
μέσος,-η,-ο ανοικτός,-ή,-ό | mid-open |
Μιεν (η) (γλώσσα) | Mien |