ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μέσος,-η,-ο middle
μέση κοιλότητα αυτιού (η) middle ear cavity
οστάριο μέσου αυτιού (το) middle ear ossicle
ένθετο υλικό (το) middle matter
μέσο ρήμα (το), ρήμα μέσης φωνής (το) middle verb
μέση φωνή (η) middle voice
Μέση φωνή (η) middle voice
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητος,-η,-ο midly context-sensitive
μέσος,-η,-ο ανοικτός,-ή,-ό mid-open
Μιεν (η) (γλώσσα) Mien