ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κόρπους MicroConcord (το) MicroConcord Corpus
μικροφόρμα (η) microform
μικρομορφή (η) microform
μικρογλωσσολογικός,-ή,-ό microlinguistic
μικρογλωσσικός,-ή,-ό microlinguistic
μικρογλωσσία (η) microlinguistics
μικρόφωνο (το) microphone
μικροπροσωδία microprosody
μικροδεξιότητες (οι) micro-skills
Μικροκοινωνιογλωσσολογία (η) micro-sociolinguistics