ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στάδιο της συγκεκριμένης λογικής σκέψης (το) | concrete operational stage |
ταυτόχρονη εγκυρότητα (η) | concurrent validity |
συμπύκνωση (η) | condensation |
συνθήκη (η) | condition |
περιορισμός (ο) | condition |
Συνθήκη (η), περιορισμός (ο) | condition |
Συνθήκη/περιορισμός των περιοχών απόσπασης (η/ο), περιορισμός των πεδίων εξαγωγής (ο) | condition on extraction domains (CED) |
υποθετικός-ή-ό | conditional (cond) |
υποθετική πρόταση (η) | conditional clause |
(προϋποθετική) συνεπαγωγή (η), πράξη ΑΝ-ΤΟΤΕ (η) | conditional implication |