ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προσαρμοσμένη μεταβλητή (η) conditioned variant
καθορισμένη παραλλαγή (η) conditioned variant
προσαρμοσμένη παραλλαγή (η) conditioned variants
εξάρτηση (η) conditioning
προσαρμογή (η) conditioning
καθορισμός (ο) conditioning
περιορισμός εξάρτησης conditioning constraint
αφασία αγωγής (η) conduction aphasia
διάγραμμα (το) configuration
διαγραμματικός-ή-ό configurational