ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παραχώρηση (η) concession
ενδοτικός,-ή,-ό concessive
παραχωρητικός,-ή,-ό concessive
παραχωρητικός-ή-ό, ενδοτικός-ή-ό, εναντιωματικός-ή-ό concessive
εναντιωματική πρόταση concessive clause
παραχωρητική πρόταση concessive clause
παραχωρητικός σύνδεσμος concessive conjunct
συνοπτικά λεξικά concise dictionaries
συμπέρασμα (το) conclusion
οριοθετικός-ή-ό conclusive