ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Δυνάμει λέξη (η) potential word
ανεπάρκεια του ερεθίσματος (η) poverty of the stimulus, (POS)
πενία του ερεθίσματος poverty of the stimulus, (POS)
ισχύς (η) power
ισχύς των γραμματικών (η) power of grammars
κλίμακα ισχύος (η) power scale
φάσμα ισχύος (το) power spectrum
ισχυρός-ή-ό powerful
ισχυρή θέση (η) powerful locality
ισχυρή τοπικότητα (η) powerful locality