ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Πρ, Προθ(Πρόθεση) Pr, Prep
αποτέλεσμα της εξάσκησης (το) practice effect
στάδιο εξάσκησης (το) practice stage
πραγματολογικός-ή-ό / γλωσσολογικός-ή-ό pragmalinguistic
πραγματολογική γλωσσολογία (η) pragmalinguistics
πραγματολογικός pragmatic
πραγματολογικός «τόνος» (ο) pragmatic accent
πραγματολογικές επιλογές (οι) pragmatic choices
πραγματολογική (γλωσσική) ικανότητα (η) pragmatic competence
πραγματολογική ικανότητα (η) pragmatic competence