ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ελλειπτική (πτώση) (η) | abessive |
ικανότητα (η) | ability |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhaz |
Αμπχαζιανή-Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) | Abkhaz-Adyge |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhazi |
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) | Abkhazian |
αφαιρετικός-ή-ό | ablative (abl, ABL) |
αφαιρετική (η) | ablativus |
μετάπτωση (η) | ablaut |
μεταφωνία (η) | ablaut |