ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ελλειπτική (πτώση) (η) abessive
ικανότητα (η) ability
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) Abkhaz
Αμπχαζιανή-Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) Abkhaz-Adyge
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) Abkhazi
Αμπχαζιανή (γλώσσα) (η) Abkhazian
αφαιρετικός-ή-ό ablative (abl, ABL)
αφαιρετική (η) ablativus
μετάπτωση (η) ablaut
μεταφωνία (η) ablaut