ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βαρύς,-εία,-ύ | heavy |
βαριά ΟΦ (η) | heavy np |
μετατόπιση της βαριάς ΟΦ (η) | heavy NP shift |
βαριά συλλαβή (η) | heavy syllable |
εβραϊκή (η) | Hebrew |
Εβραϊκά (τα) | Hebrew |
υπεκφυγή (η) | hedge |
μετριασμός (ο), μετριάζω, επίσχεση (η), υπεκφυγή (η) | hedge (noun/verb) /hedging |
επισχέσεις (οι) | hedges |
αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) | heightened subglottal pressure |