ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξακολουθητικός μέλλοντας (o) future continuous
συντελεσμένος μέλλοντας (o) future perfect
συντελεσμένος μέλλοντας (o) future perfect tense
τε­τε­λε­σμέ­νος μέλ­λων (ο), συντελεσμένος μέλλων (ο) future perfect tense
στιγμιαίος μέλλοντας (ο) future punctual
συνοπτικός μέλλοντας (ο) future punctual
μέλλων χρόνος (ο) future tense
μέλλοντας (ο) future tense
αστάθεια (η) fuzziness
αστοχία (η) fuzziness