ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λειτουργικότητα (η) functionality
λειτουργίες (οι) functions
λειτουργίες της γλώσσας (οι) functions of language
μεταβλητή (η) functive
λειτουργικό στοιχείο (το) functor
συναρτητής (ο) functor
συσχετιστής (ο) functor
Συναρτητής (ο), λειτουργικό στοιχείο (το), συσχετιστής (ο) Functor
θεμελιώδης-ης-ες fundamental
υπόθεση της θεμελιώδους διαφοράς (η) fundamental difference hypothesis