ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συστατικότητα (η) | constituency |
| γραμματική της συστατικότητας | constituency grammar |
| έλεγχος συστατικότητας (ο) | constituency test |
| συστατικός,-ή,-ό | constituent |
| συστατικό (το) | constituent |
| Συστατικό (το), συστατικός-ή-ό | constituent |
| συστατική ανάλυση / ανάλυση σε συστατικά (η) | constituent analysis |
| συστατική ανάλυση | constituent analysis |
| ανάλυσησεσυστατικά | constituent analysis |
| βάση συστατικών | constituent base |