- Αγγλικός Όρος
- constituent
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Carr (2008)
- Crystal
- Fromkin (2011)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- ΕΚΠΑ
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- Συστατικό (το), συστατικός-ή-ό
- Πηγή
- Ξυδόπουλος (2007)