- Αγγλικός Όρος
- constituent
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Carr (2008)
- Crystal
- Fromkin (2011)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- ΕΚΠΑ
- Προτεινόμενοι Ελληνικοί Όροι
- Όρος
- συστατικός,-ή,-ό
- Πηγή
- Lyons (2002)
- Όρος
- συστατικό (το)
- Πηγές
- Crystal (2003)
- ΕΚΠΑ