ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| τεστ συμφράσεων (το) | collocation test |
| συμφραστικός,-ή,-ό | collocational |
| συμφραστική εμβέλεια (η) | collocational range |
| συμφραστικός περιορισμός (ο) | collocational restriction |
| λεξικά συμφράσεων (τα) | collocations dictionaries |
| παράθεση (η) | collogation |
| έκφραση της καθομιλουμένης (η) | colloquial expression |
| Καθομιλουμένηγλώσσα,Πρότυπηαγγλικήκαι | colloquial language |
| καθομιλουμένη (ομιλία) (η) | colloquial speech |
| καθομιλουμένη (η) (γλώσσα) | colloquialism |