ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εργασία Acquilex (η) | Acquilex Projects |
| Κατακτώ, αποκτώ | acquire |
| επίκτητη δυσλεξία (η) | acquired dyslexia |
| επίκτητη γλωσσική διαταραχή (η) | acquired language disorder |
| Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) | acquisition |
| υπόθεση της διάκρισης μεταξύ κατάκτησης και εκμάθησης (η) | acquisition learning hypothesis |
| σειρά κατάκτησης (η) | acquisition order |
| κατάκτηση-εκμάθηση (η) | acquisition-learning |
| ακρωνυμικός συμφυρμός (ο) | acro-blend |
| ακρόλεκτο (το) | acrolect |