ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Δείγμα (το), έκτυπο (το) | token |
| συχνότητα χρήσης (η) | token frequency |
| λέξη αυτοπαθής ως προς το δείγμα (η) | token reflexive word |
| τεκμήρια της αλλαγής | token/sign of change |
| ομαδοποίηση σε σύμβολα (η) | tokenisation |
| Τοχαρική (η) (γλώσσα) | Tokharian |
| Τοκ Πισίν (η) (γλώσσα) | TokPisin |
| μουσικοτονικός,-ή,-ό, | tonal |
| μουσικοτονικός τόνος (ο) | tonal accent |
| τονικός συνωστισμός (ο) | tonal crowding |