ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| φαρυγγικός,-ή,-ό | pharyngeal |
| φαρυγγική δυσγλωσσία (η) | pharyngeal dysglossia |
| φαρυγγικοί φθόγγοι (οι) | pharyngeal sounds |
| φαρυγγικοποίηση (η) | pharyngealisation |
| φαρυγγικοποίηση (η) | pharyngealization |
| φαρυγγικοποιώ | pharyngealize |
| φαρυγγικοποιημένος-η-ο | pharyngealized |
| φάρυγγας (ο) | pharynx |
| φάση (η) | phase |
| συνθήκη της αδιαπέραστης φάσης (η) | phase impenetrability condition |