ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| παθητικοποίηση (η) | passivization |
| παθητικοποιώ | passivize |
| παρελθόν (το) | past |
| προγενέστερος παρελθοντικός (ο) | past anterior |
| παρατατικός (o) | past continuous |
| οριστικός παρελθοντικός (ο) | past definite |
| ιστορικός παρελθοντικός (ο) | past historic |
| Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) | past participle |
| Παρελθοντική μετοχή (η), Μετοχή αορίστου (η) | past participle |
| υπερσυντέλικος (ο) | past perfect |