ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πλεονέκτημα του αριστερού αυτιού (το) left-ear advantage
Πόδας αριστερής κεφαλής (ο) left-headed foot
αριστερή γραμμική γραμματική (η) left-linear grammar
συνθήκη της αριστερότητας (η) leftness condition
Αρχή της αριστερότητας (η) Leftness principle
Αριστερή (επ)αναδρομή (η) Left-recursive
Συνάρθρωση από αριστερά προς τα δεξιά (η) Left-to-right coarticulation
νομική λεξικογραφία (η) legal lexicography
νόμος του Λάιμπνιτς (ο) Leibniz’s law
Σχολή της Λειψίας (η) Leipzig School