ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όροι συγγένειας (οι) | kinship vocabulary |
Κινιαρουάντα (η) (γλώσσα) | Kinyarwanda |
Κάιοβα (η) (γλώσσα) | Kiowa |
Κάιοβα-Τανοϊκή (η) (γλώσσα) | Kiowa–Tanoan |
Κιργισιανή (η) (γλώσσα) | Kirghtz |
Κιρούντι (η) (γλώσσα) | Kirundi |
Καζακική (η) (γλώσσα) | KK |
Γροιλανδικά (τα) | KL |
Κλάμαθ (η) (γλώσσα) | Klamath |
φραγμός του Kleene (ο) | Kleene closure |