ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εικονικός,-ή,-ό | iconic |
εικονικός,-ή,-ό | iconic |
εικονικά γραμματικά μορφήματα (τα) | iconic grammatical morphemes |
εικονιστική μεταφορά (η) | iconic metaphor |
αυθαίρετο σημείο (το) | iconic sign |
εικονικότητα (η) | iconicity |
χτύπημα (το) | Ictus |
Ινδονησιακά (τα) | ID |
AK (Άμεση Κυριαρχία) (η) | ID |
αρχή της ταυτοποίησης (η) | ID principle |