ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εικονικός,-ή,-ό iconic
εικονικός,-ή,-ό iconic
εικονικά γραμματικά μορφήματα (τα) iconic grammatical morphemes
εικονιστική μεταφορά (η) iconic metaphor
αυθαίρετο σημείο (το) iconic sign
εικονικότητα (η) iconicity
χτύπημα (το) Ictus
Ινδονησιακά (τα) ID
AK (Άμεση Κυριαρχία) (η) ID
αρχή της ταυτοποίησης (η) ID principle