ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κοίλωση | cupping |
| Κοίλωση (η) | cupping / groove / grooving |
| άγκιστρο | curly bracket |
| σύγχρονη χρήση (η) | currency |
| χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) | currency label |
| σχολικό πρόγραμμα/πρόγραμμα σπουδών (το) | curriculum |
| ανάπτυξη σχολικού προγράμματος/προγράμματος σπουδών (η) | curriculum development |
| μη διαρκής-ές | cursive |
| Κουσιτική (η) (γλώσσα) | Cushitic |
| συνεπτυγμένο λεξικό (το) | cut-down |