ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κανόνας μεταβλητής (ο) | variable rule |
μεταβλητή λέξη (η) | variable word |
διακύμανση | variance |
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό | variant |
ποικιλία (η) | variation |
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) | variational linguistics |
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) | variegated babbling |
γλωσσικές διαφορές στην ομιλία των φύλων / γλωσσική ποικιλία (η) | variety |
γλωσσική ποικιλία (η) | variety |
θεώρημα της απεραντοσύνης (το) | vastness theorem |