ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κανόνας μεταβλητής (ο) variable rule
μεταβλητή λέξη (η) variable word
διακύμανση variance
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό variant
ποικιλία (η) variation
ποικιλιακή γλωσσολογία (η) variational linguistics
ποικιλόχρωμο βάβισμα (το) variegated babbling
γλωσσικές διαφορές στην ομιλία των φύλων / γλωσσική ποικιλία (η) variety
γλωσσική ποικιλία (η) variety
θεώρημα της απεραντοσύνης (το) vastness theorem