ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Δείγμα (το), έκτυπο (το) token
συχνότητα χρήσης (η) token frequency
λέξη αυτοπαθής ως προς το δείγμα (η) token reflexive word
τεκμήρια της αλλαγής token/sign of change
ομαδοποίηση σε σύμβολα (η) tokenisation
Τοχαρική (η) (γλώσσα) Tokharian
Τοκ Πισίν (η) (γλώσσα) TokPisin
μουσικοτονικός,-ή,-ό, tonal
μουσικοτονικός τόνος (ο) tonal accent
τονικός συνωστισμός (ο) tonal crowding