ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κόρπους Έρευνας Χρήσης της Αγγλικής (το) Survey of English Usage (SEU) Corpus
συγκρατημένη άρμοση sustained juncture
Σουηδική (η) (γλώσσα) SV
Σβαν (η) (γλώσσα) Svan
σβαραμπακτί (το) svarabhakti
φωνήεν σβαραμπακτί (το) svarabhakti vowel
παρασιτικό φωνήεν(το) svarabhakti vowel
Φωνήεν σβαραμπακτί (svarabhakti) (το), παρασιτικό φωνήεν (το) svarabhakti vowel
γλώσσα ΥΡΑ (Υποκείμενο Ρήμα Αντικείμενο) (η) svo language
Σουαχίλι (η) (γλώσσα) SW