ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κόρπους Έρευνας Χρήσης της Αγγλικής (το) | Survey of English Usage (SEU) Corpus |
συγκρατημένη άρμοση | sustained juncture |
Σουηδική (η) (γλώσσα) | SV |
Σβαν (η) (γλώσσα) | Svan |
σβαραμπακτί (το) | svarabhakti |
φωνήεν σβαραμπακτί (το) | svarabhakti vowel |
παρασιτικό φωνήεν(το) | svarabhakti vowel |
Φωνήεν σβαραμπακτί (svarabhakti) (το), παρασιτικό φωνήεν (το) | svarabhakti vowel |
γλώσσα ΥΡΑ (Υποκείμενο Ρήμα Αντικείμενο) (η) | svo language |
Σουαχίλι (η) (γλώσσα) | SW |