ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποφρακτικό(το) | stop |
φραγμογενές | stop |
Κλειστό (το), Αποφρακτικό (το) | stop |
ζώνη αποκοπής | stop band |
αποφρακτικό Σύμφωνο | stop consonant |
κλειστό σύμφωνο | stop consonant |
φραγμογενές σύμφωνο | stop consonant |
τελικό σύμφωνο | stop consonant |
κατάλογος αποκλεισμού | stop word list |
κατάλογος αποκλειόμενων λέξεων | stop word list |