ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξειδίκευση specificity
συνθήκη του καθορισμένου υποκειμένου (η) specified subject condition
περιορισμός του καθορισμένου υποκειμένου (ο) specified subject condition
χαρακτηριστής (ο) specifier (spec, SPEC)
specifier (spec, SPEC)
πεδίο χαρακτηριστή specifier field
θέση χαρακτηριστή specifier position
δειγματική καταχώρηση (η) specimen entry
φάσματα spectra
φασματικός-ή-ό spectral