ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξειδίκευση | specificity |
συνθήκη του καθορισμένου υποκειμένου (η) | specified subject condition |
περιορισμός του καθορισμένου υποκειμένου (ο) | specified subject condition |
χαρακτηριστής (ο) | specifier (spec, SPEC) |
specifier (spec, SPEC) | |
πεδίο χαρακτηριστή | specifier field |
θέση χαρακτηριστή | specifier position |
δειγματική καταχώρηση (η) | specimen entry |
φάσματα | spectra |
φασματικός-ή-ό | spectral |