ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ταξινομώ | sort |
τιμή ταξινόμησης | sort value |
κλειδί ταξινόμησης | sort(ing) key |
ειδολογικός-ή-ό | sortal |
ειδολογική διασταύρωση (η) | sortal crossing |
ειδολογικό κατηγόρημα (το) | sortal predicate |
ειδολογικό καθολικό | sortal universal |
ειδολογικότητα (η) | sortality |
ταξινόμηση (η) | sorting |
φθόγγος (ο) | sound |