ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φωνηεντική βράχυνση στην πρώιμη μέση αγγλική Early Middle English Vowel Shortening
φορέας εμπειρίας (ο) experiencer
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) experiencer
φυλάω fallback
φάρυγγας faringe
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) Faroese
Φαρσί (η) (γλώσσα) Farsi
φαρυγγικός (ο) faucal
φεμινιστική γλωσσολογία (η) feminist linguistics
Φερντινάν ντε Σοσίρ (ο) Ferdinand de Saussure