ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φωνηεντική βράχυνση στην πρώιμη μέση αγγλική | Early Middle English Vowel Shortening |
φορέας εμπειρίας (ο) | experiencer |
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) | experiencer |
φυλάω | fallback |
φάρυγγας | faringe |
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) | Faroese |
Φαρσί (η) (γλώσσα) | Farsi |
φαρυγγικός (ο) | faucal |
φεμινιστική γλωσσολογία (η) | feminist linguistics |
Φερντινάν ντε Σοσίρ (ο) | Ferdinand de Saussure |