ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τυπικός-ή-ό, επίσημος-η-ο | formal |
τυπικός συμφυρμός (ο) | formal blend |
τυπικό σχόλιο (το) | formal comment |
τυπικός ρόλος (o) | formal role |
Τυπικός-ή-ό2, συνηθισμένος-η-ο, Ρουτίνα (η) | routine |
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) | standard nine |
τυπικός βαθμός (ο) | standard score |
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) | stanine |
τυπικός-ή-ό | typed |
τυπικό χαρακτηριστικό | typical feature |