ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| τυπική λέξη (η) | form word |
| τυπική συνθετότητα/περιπλοκότητα, γεννητική δυναμικότητα (η) | formal complexity |
| τυπική νομιμοποίηση (η) | formal licensing |
| τυπική λογική (η) | formal logic |
| τυπική/γραμματική/λειτουργική/δομική σημασία (η) | formal meaning |
| τυπική σημασιολογία (η) | formal semantics |
| τυπική τάξη (η) | form-class |
| τυπική λογική (η) | logistics |
| τυπικό σφάλμα (το) | standard error |
| τυπική νομιμοποίηση | typical licensing |